- βαθύκομος
- βᾰθῠ-κομος, ον,A with thick leaves,
ὄρεα β.
covered with thick forests,Ar.
Fr.698 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄρεα β.
covered with thick forests,Ar.
Fr.698 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθύκομος — βαθύκομος, ον (Α) (για βουνά) εκείνος που έχει πυκνά δάση … Dictionary of Greek
βαθύκομα — βαθύκομος with thick leaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek